- ξυλοπωλικός
- ξῠλο-πωλικός, ή, όν,A of a timber-merchant,
ἐργαστήριον BGU 1151.40
(i B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐργαστήριον BGU 1151.40
(i B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξυλοπωλικός — ξυλοπωλικός, ή, όν (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ξυλοπώλη … Dictionary of Greek